- Νησιάδεια
- Νησιάδεια, τὰ (Α)1. εορτή που τελούσαν οι αρχαίοι στη Δήλο2. (στον εν.) τὸ Νησιάδειονονομασία ενός κληροδοτήματος στη Δήλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσος + κατάλ. -άδεια (< -άδης) με -ι- αναλογικό προς τα νησιώτης, νησίαρχος].
Dictionary of Greek. 2013.